Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ο ένας στον

  • 1 Ένας καλός λόγος θεραπεύει την καρδιά

    – Στον άρρωστο 'ναι ο γιατρός, στον πονεμένο ο λόγος
    Доброе слово человеку – что дождь в засуху
    Доброе слово и кошке приятно
    Источник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ένας καλός λόγος θεραπεύει την καρδιά

  • 2 Στον άρρωστο 'ναι ο γιατρός, στον πονεμένο ο λόγος

    – Στον άρρωστο 'ναι ο γιατρός, στον πονεμένο ο λόγος
    Доброе слово человеку – что дождь в засуху
    Доброе слово и кошке приятно
    Источник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Στον άρρωστο 'ναι ο γιατρός, στον πονεμένο ο λόγος

  • 3 друг

    друг I
    м ὁ φίλος:
    закадычный \друг ὁ ἐπιστήθιος φίλος· старый \друг лучше новых двух погов. ἔνας παληός φίλος ἀξίζει πιότερο ἀπό δυό καινούριους· ◊ бу́дь(те) \другом разг φανού φίλος, ἄν είσαι φίλος.
    друг II:
    \друг за \другом ὁ Ινας μετά τόν ἀλλον, ὁ ἔνας κατόπιν τοῦ ἀλλου· \друг от \друга ὁ ἔνας ἀπό τόν ἀλλον \друг \другу ὁ ἔνας στον ἀλλον \друг \друга ὁ ἔνας τόν ἀλλον \друг о \друге ὁ ἔνας γιά τόν ἄλλο· \друг с \другом ὁ ίνας μέ τόν ἀλλον \друг около \друга ὁ ἔνας κοντά στον ἀλλον \друг на \друге ὁ ἔνας ἐπάνω στον ἄλλο· \друг на \друга ὁ ἔνας ἐνάντια στον ἀλλο, ὁ ἔνας κατά τοῦ ἄλλου· \друг против \друга ὁ ἔνας ἐνάντια στον ἄλλο, ὁ ἔνας κατά τοῦ ἄλλου.

    Русско-новогреческий словарь > друг

  • 4 ανησυχήσαμε!

    Κάθε ανησυχήσαμε!ο! мы Вас потревожили! — Нисколько (или Напротив);

    άλλ· αντ· ανησυχήσαμε!ων — бессвязная речь, чепуха;

    λέγω άλλ· αντ· ανησυχήσαμε!ων — говорить ерунду, нести чепуху;

    χωρίς ( — или δίχως — или τό δίχως) ανησυχήσαμε!ο — непременно, обязательно; — безотлагательно, срочно;

    δίχως ανησυχήσαμε! θα φύγω αύριο — завтра я непременно уеду;

    τό δίχως ανησυχήσαμε!ο να μού επιστρέψεις το βιβλίο — обязательно верни мне книгу;

    απ' τη μιά..., απ· την ανησυχήσαμε!η... — с одной стороны..., а с другой стороны...;

    εξ ανησυχήσαμε!ου — к тому же, кроме того;

    μεταξύ ανησυχήσαμε!ων — между прочим;

    ανησυχήσαμε! τόσος — в два раза больший;

    ανησυχήσαμε!οι τόσοι — ещё столько же;

    ανησυχήσαμε!ο τόσο να... — чуть было не...;

    ανησυχήσαμε!ο τόσο να σε πίστευα — я чуть было не поверил твоим словом;

    ανησυχήσαμε!ο πάλι (αυτό) — хорошенькая история!, хорошенькое дело!, вот ещё новость!;

    τίποτε ανησυχήσαμε!ο — а) ничего больше; — б) что-л, ещё;

    τίποτε ανησυχήσαμε!ο παρά... — не что иное, как;

    ανησυχήσαμε!ο τίποτε! — сколько угодно!;

    εδώ από χασομέρηδες ανησυχήσαμε!ο τίποτε — здесь полно бездельников;

    ανησυχήσαμε!α λόγια βρε παιδιά — переменим разговор;

    αυτό είναι αλλουνού παπά βαγγέλιο а) это из другой оперы; б ) это не в моей компетенции;

    ανησυχήσαμε!οι σκάφτουν και κλαδεύουν κι' ανησυχήσαμε!οι πίνουν και μεθάνε — посл, одни сажают, а другие плоды пожинают;

    ανησυχήσαμε!α λογαριάζει ο γάιδαρος κι· ανησυχήσαμε!α ο γαϊδουριάρης — или ανησυχήσαμε!οι μεν βουλαί ανθρώπων ανησυχήσαμε!α δε θεός κελεύει — посл, человек предполагает, а бог располагает;

    ανησυχήσαμε!α τα μάτια τού λαγού κι· ανησυχήσαμε!α της κουκουβάγιας посл ≈ — то, да не то;

    Федот, да не тот;
    2. (ο) 1) кто-то; кто-нибудь;

    ανησυχήσαμε!οι μεν..., ανησυχήσαμε!οι δε — кто... кто...; — одни... другие...;

    ανησυχήσαμε!οι διαβάζουν ανησυχήσαμε!οι γράφουν — кто читает, кто пишет;

    ανησυχήσαμε! δεν θέλει να εργασθεί πώς θα τον εξαναγκάσεις; — если кто-то не хочет работать, разве его заставишь?;

    2) другой; иной;

    κάποιος ανησυχήσαμε! — кто-то другой;

    καί ο ένας και ο ανησυχήσαμε! — и тот и другой;

    ούτε ο ένας ούτε ο ανησυχήσαμε! — ни один ни другой;

    ο ένας... ο ανησυχήσαμε!... — один... другой...;

    φροντίζω γιά τούς ανησυχήσαμε!ους — заботиться о других;

    σ' ανησυχήσαμε!ον αυτό μπορεί να μην αρέσει — иному это может не понравиться;

    ο ένας μετά τον ανησυχήσαμε!ον — или ο ένας κατόπιν τού ανησυχήσαμε!ου — или ο ένας πίσω απ· τον ανησυχήσαμε!ο — друг за другом, один за другим;

    ο ένας από τον ανησυχήσαμε!ον — друг от друга;

    ο ένας στον ανησυχήσαμε!ον — друг другу;

    ο ένας τον ανησυχήσαμε!ον — или ο μιά την ανησυχήσαμε!η — или τό ένα το ανησυχήσαμε!ο — друг друга, один другого;

    ο ένας γιά τον ανησυχήσαμε!ον — друг о друге;

    ο ένας κοντά στον ανησυχήσαμε!ον — а) один около другого, друг около друга; — б) один за другим, друг за другом;

    ο ένας επάνω στον ανησυχήσαμε!ο — один на другом, друг на друге;

    ο ένας ενάντια στον ανησυχήσαμε!ο — или ο ένας κατά τού ανησυχήσαμε!ου — друг на друга, друг против друга, один против другого;

    ο ένας με τον ανησυχήσαμε!ο (η μιά με την ανησυχήσαμε!η, το ένα με το άλλο) — а) друг с другом;

    б) в среднем;

    τα καρπούζια μου κοστίζουν μιά δραχμή το ένα με το ανησυχήσαμε!ο — мои арбузы стоят в среднем по одной драхме за штуку

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ανησυχήσαμε!

  • 5 друг

    1. -а, πλθ. друзья, -ей κ. παλ. други α. φίλος•

    старый друг παλαιός φίλος•

    любезный друг αγαπητέ φίλε•

    друг дома οικογενειακός φίλος•

    будь -ом ή будь друг (προσαγόρευση παρακλητική) φίλε μου.

    2. επ. βρ: από το•

    другой άλλος, ένας•

    друга ο ένας τον άλλον, αλληλο...• ненавидеть друг друга αλληλομισούμαστε•

    друг на друга ο ένας στον άλλον•

    друг за -ом ο ένας "κοντά στον άλλον•

    перед -ом ποιος περισσότερο•

    они стараются друг перед другом αυτοί προσπαθούν ποιος περισσότερο•

    друг с другом ο ένας με τον άλλον•

    друг около -а ο ένας δίπλα στον άλλον, παραπλεύρως•

    друг на -е ο ένας πάνω στον άλλον•

    против -а ο ένας κατά του άλλου•

    друг о –е ο ένας για τον άλλον•

    дама сам друг (χαρτπ.) η ντάμα τον αγαπά (τον ευνοεί η τύχη, είναι παιδί της τύχης).

    Большой русско-греческий словарь > друг

  • 6 перебросить

    -брошу, -бросишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переброшенный, βρ: -шен, -а, -о; ρ.σ.μ.
    1. ρίχνω, πετώ•

    перебросить мяч через забор ρίχνω το τόπι πάνω από τον περίβολο•

    он -ил мешок через плечо αυτός έρριξε το τσουβάλι πάνω στον ώμο.

    2. ρίχνω μακρύτερα απ ό,τι χρειάζεται.
    3. φτιάχνω•

    перебросить мост через реку ρίχνω γέφυρα στο ποτάμι.

    4. μετακινώ μεταφέρω•

    перебросить дивизию на левый фланг ρίχνω τη μεραρχία στο αριστερό πλευρό.

    || μετακομίζω.
    1. ρίχνομαι, πετάγομαι, περνώ από το ένα μέρος στο άλλο (υπερ)πηδώ. || επεκτείνομαι, ξαπλώνομαι.
    2. παλ. αυτομολώ.
    3. άλληλορίχνω, ρίχνομε ο ένας στον άλλο•

    перебросить мячом ρίχνομε ο ένας στον άλλο το τόπι.

    Большой русско-греческий словарь > перебросить

  • 7 валить

    валю, валишь ρ.δ.μ.
    1. ρίχνω κάτω, καταρρίπτω, γκρεμίζω ανατρέπω• σπάζω•

    ветер -ит деревья ο άνεμοο ρίχνει κάτω (σπάζει) τα δέντρα•

    валить противника на землю ρίχνω καταγής (χάμω) τον αντίπαλο.

    || μτφ. εξολοθρεύω, εξοντώνω, αφανίζω, ρημάζω•

    холера так и -ит всех η χολέρα εξολοθρεύει όλους.

    2. ρίχνω άτακτα•

    валить книги в ящик ρίχνω τα βιβλία στο κασόνι όπως λάχει.

    3. ρίχνω την ενοχή, ευθύνη σε άλλον, τα φορτώνω στον άλλον•

    обвиняемые -ли все друг на друга οι κατηγορούμενοι έρριχναν την ενοχή ο ένας στον άλλον.

    εκφρ.
    валить все в одну кучу – τα βάζω όλα σ’ ένα σακκί (χωρίς διάκριση).
    πέφτω χάμω, κάτω, καταγής•

    яблоки -ятся на дорожку τα μήλα πέφτουν στο δρομάκι.

    || καταρρέω, γκρεμίζομαι, σωροβολιάζομαι, σωριάζομαι•

    дом -ится το σπίτι κατάρρεει.

    || (για ζώα) ψοφώ•

    от сибирской язвы -ится много скота από τον άνθρακα ψοφούν πολλά ζώα.

    εκφρ.
    - ится из рук – α) πέφτει από τα χέρια (γίνεται ανεπιτυχώς)• β) πέφτω από έλλειψη δύναμης, επιθυμίας•
    валить с ног – πέφτω από τα πόδια (από κούραση, ασθένεια κ.τ.τ.).
    -ит, ρ.δ.
    1. κινούμαι, ρίχνομαι• πέφτω•

    толпа -ит ο όχλος κινείται•

    снег -ит хлопьями το χιόνι πέφτει τουλούπες (κατάνι φάδες).

    2. προστκ. κίνα, κούνα, κουνήσου•

    -и, беги! κουνήσου, τρέχε!

    βλ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > валить

  • 8 швыряться

    швырять||ся
    1. (бросать друг в друга) разг ρίχνει ὁ ἔνας στον ἄλλον ◊ \швырятьсяся деньгами ξοδεύω ἀσυλλόγιστα λεφτά.

    Русско-новогреческий словарь > швыряться

  • 9 stick together

    1) (to (cause to) be fastened together: We'll stick the pieces together; The rice is sticking together.) (συγ)κολλώ
    2) ((of friends etc) to remain loyal to each other: They've stuck together all these years.) μένουμε πιστοί/ενωμένος ο ένας στον άλλο

    English-Greek dictionary > stick together

  • 10 лукать

    ρ.δ. (παλ. κ. διαλκ.) ρίχνω, πετώ•
    ρίχνω ο ένας στον άλλον•

    они камнями -ются αυτοί πετροβολούνται..

    Большой русско-греческий словарь > лукать

  • 11 передать

    -дам, -дашь, -даст, -дадим, -дадите, -дадут, παρλθ. χρ. передал, -ла, -ло, προστκ. передай, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переданный, βρ: -дан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. μεταδίνω•

    передать друг другу μεταδίνω ο ένας στον άλλον•

    передать с рук на руки μεταδίνω από χέρι, σε χέρι.

    || εγχειρίζω, δίνω στα χέρια•

    передать записку δίνω το σημείωμα στα χέρια-.

    μεταβιβάζω, μεταφέρω•

    передать свой права наследникам παλ. μεταβιβάζω τα δικαιώματα μου στους κληρονόμους.

    || στέλλω, ρίχνω, κατευθύνω•

    передать мяч на правую половину шля στέλλω την ποδόσφαιρα στο δεξιό μέρος του γηπέδου (πέρα από το κέντρο).

    2. ανακοινώνω•

    передать известие μεταδίνω την είδηση.

    || διαβιβάζω•

    -айте мой привет μεταδόστε τους χαιρετισμούς μου.

    || εκθέτω• διατυπώνω ερμηνεύω•

    правильно -ал мысль автора σωστά αυτός ερμήνευσε τη σκέψη του συγγραφέα.

    3. αναπαρασταίνω, απεικονίζω. || μεταδίνω. (με διάφορα μέσα)•

    передать по семафору μεταδίνω με το σηματοδότη•

    передать концерт по телевидению μεταδίνω συναυλία από την τηλεόραση.

    || διαδίνω•

    передать инфекцию μεταδίνω τη μόλυνση.

    4. παραδίνω•

    передать дело в суд παραδίνω την υπόθεση στο δικαστήριο.

    5. πληρώνω παραπάνω•

    передать три рубля при покупке δίνω τρία ρούβλια περισσότερα στο αγόρασμα.

    || παλ. βάζω, προσθέτωπαραπάνω.
    1. μεταδίνομαι, μεταβιβάζομαι•

    ненависть к врагу -лась от поколения к поколению το μίσος κατά του εχθρού μεταδόθηκε από γενεά σε γενεά;

    2. παραδίνομαι•

    неприятельский батальон -лся нам το εχθρικότάγμα παραδόθηκε σε μας.

    Большой русско-греческий словарь > передать

  • 12 присный

    επ.
    1. παλ. παντοτινός, αιώνιος, εσαεί.
    2. ουσ. πλθ. -ые, -ых ομοϊδεάτες• οι προσκείμενοι (ο ένας στον άλλον).

    Большой русско-греческий словарь > присный

  • 13 друг

    I друг Ι м (приятель) о φί λος II друг II: \друг друга о ένας τον άλλο \друг за другом о ένας πίσω από τον άλλο \друг против друга о ένας ενάντια στον άλλο \друг с другом о ένας με τον άλλο
    * * *
    I м
    ( приятель) ο φίλος
    II

    друг дру́га — ο ένας τον άλλο

    друг за дру́гом — ο ένας πίσω από τον άλλο

    друг про́тив дру́га — ο ένας ενάντια στον άλλο

    друг с дру́гом — ο ένας με τον άλλο

    Русско-греческий словарь > друг

  • 14 по

    по
    предлог Α. с дат. п.
    1. (при указании места действия \по на поверхности, по поверхности) πάνω σέ, ἐπί / κατά μήκος (вдоль чего-л.):
    книги разбросаны по всему́ столу́ τά βιβλία εἶναι σκορπισμένα πάνω σ' ὀλο τό τραπέζι· ударить кулаком по́ столу κτυπώ μέ τή γροθιά ἐπάνω στό τραπέζι· гла́дить по голове χαϊδεύω τό κεφάλι· лететь по иебу πετώ στον οὐρανό·
    2. (при указании места \по где-л., в пределах чего-л.) σέ, είς, ἀνά:
    гулять по городу κάνω βόλτα στήν πόλη· по всему́ свету σέ ὀλον τόν κόσμο, ἀνά τήν ὑφήλιον по горим по полям στά βουνά καί στά λειβάδια·
    3. (при обозначении области, сферы чего-л. при указании на признак) σέ:
    он врач по профессии εἶναι ἱατρός στό ἐπάγγελμα· по росту он меньше всех στό μπόϊ εἶναι πιό κοντός ἀπ· ὀλους· лу́чший по качеству καλλίτερος σέ ποιότητα· урок по физике τό μάθημα φυσικής· соревнование по плаванию οἱ ἀγώνες κολυμβήσεως, οἱ κολυμβητικοί ἀγώνες'
    4. (согласно, в соответствии) κατά, συμφὠνως, σύμφωνα, ὀπως; по общему мнению κατά τήν γνώμη ὀλων· по выбору κατ' ἐκλογήν по жела́иию κατά βούλησιν по закону κατά τόν νόμον по заслу́гам ὅπως τοῦ ἀξίζεν по последней моде σύμφωνα μέ τήν τελευταία μόδά поезда ходят по расписанию τά τραίνα κυκλοφορούν σύμφωνα μέ τό δρομολόγιο· по своей воле οίκειοθελῶς, αὐτοβούλως·
    5. (на основании чего-л., из чего-л.) ἀπό, ἐκ:
    по внешнему виду ἐξ ὀψεως· по опыту ἀπό πείρα, ἐκ πείρας·
    6. (при указании причины\по вследствие чего-л., из-за чего-л.) ἐξ αίτίας, λόγω:
    по болезни λογω ἀσθενείας· по твоей вине ἐξ αἰτίας σου· по ошибке κατά λαθος· по неосторожности ἐξ ἀμελείας, ἀπροσεξίας· отпуск по беременности ἀδεια λόγω ἐγγυμοσύνης· по слу́чаю чего́-л. ἐπί τή εὐκαιρία·
    7. (при указании родства, близости):
    родственник по отцу́ συγγενής ἐκ πατρός, συγγενής ἀπό πατέρα· товарищ по университету συμφοιτητής ἀπό τό πανεπιστήμιον грек по происхождению Έλληνας τήν καταγωγή ν
    8. (посредством чего-л.) μέ, διά, διά μέσου:
    по почте ταχυδρομικώς, μέ τό ταχυδρομείό объявить по радио ἀνακοινώνω ἀπό τό ραδιόφωνο· ехать по железной дороге πηγαίνω σιδηροδρομικώς, ταξιδεύω μέ τόν σιδηρόδρομο· по телефону ἀπό τηλεφώνου, τηλεφωνικώς· по телеграфу διά τηλεγράφον, τηλεγρα-φικῶς· по воздуху ἀεροπορικώς· идти́ по ветру (о судне) πηγαίνω μέ ὁὔριο ἄνεμο· по дороге (в пути) καθ' ὀδόν, οταν πηγαίναμε, στον δρόμο·
    9. (при обозначении времени, в которое регулярно происходит что-л., чаще не переводится):
    по вечерам τά βράδυα· по ночам τίς νύχτες· по праздникам τίς γιορτές· Б. с вин. п. (при указании предела в пространстве и во времени\по вплоть до) μέχρι[ς], Ιως, ὠς; по по́яс ὡς τήν μέση· по 5-е сентября μέχρι τίς πέντε Σεπτεμβρίου· по сей день μέχρι σήμερα, ὡς τώρα· В. с дат. и вин. п. (в разделительном значении) ἀνά:
    по́ два ἀνά δύο, δυό δυό· по одному́ ἀνά ίνας, ἔνας ἐνας· по кускам κατά τεμάχια, μέ τό κομμάτί по десять рублей штука δέκα ρούβλια τό κομμάτι· по пять рублей ἀπό πέντε ρούβλια· Г. с предл. п. (при обозначении времени \по после) μετά:
    по возвращении μετά τήν ἐπιστροφήν по окончании μετά τήν λήξιν, μετά τό πέρας· ◊ по временам ἀπό καιρό σέ καιρό· скучать по до́му νοσταλγώ τό σπίτι μου· τοῦκέ по родине ἡ νοσταλγία· по тебе видно, что... ἀπό σένα φαίνεται δτι...· по мне разг κατά τήν γνώμην μου, κατ' ἐμέ· по меньшей мере τουλάχιστον по ту сторону ἀπ' τήν ἀλλη μεριά, ἐκείθεν, πέρα ἀπό· по правую (левую) руку ἀπ' τό δεξί (ἀπό τό ἀριστερό) χέρι· мне это не по душе αὐτό δέν μοῦ ἀρέσει.

    Русско-новогреческий словарь > по

  • 15 βλέπω

    (αόρ. είδα и είδον, υποτ. ίδω и (*)δώ, προστ. ιδε, (1)δές и διές) μετ., αμετ.
    1) видеть (в разн. знач);

    βλέπ καλά — я вижу хорошо;

    βλέπω από μακριά — видеть издалека;

    βλέπω όνειρο — видеть сон;

    βλέπω στον ύπνο μου κάποιον — видеть во сне коголибо;

    είδα στον ύπνο μου, ότι... я видел во сне, что...;

    βλέπω με τα ίδια μου τα μάτια — видеть своими собственными глазами;

    σκοτείνιασε και δεν βλέπω να γράψω — стило темно писать;

    δεν βλέπει μακριά прям., перен. — он близорукий человек;

    βλέπει μακριά — он далеко видит (тж. перен.); — он дальнозоркий человек;

    δεν βλέπει καθόλου — он совсем перестал видеть, он совсем ослеп;

    δεν βλέπω μακρύτερα απ' τη μύτη μου — не видеть дольше своего носа;

    κι' ενας στραβός το βλέπει — этр и слепому видно, это очевидно, ясно;

    2) смотреть, глядеть;

    βλέπω εδώ κι' εκεί — смотреть по сторонам;

    βλέπω με καλό μάτι — смотреть благосклонно;

    βλέπω την παράσταση (την ταινία) — смотреть спектакль (фильм);

    βλέπω τηλεόραση — смотреть телевизор;

    όλα τα βλέπει μαύρα (ρόδινα) — он всё видит в чёрном (розовом) свете;

    τον είδα χθες я видел его вчера, я виделся с ним вчера;

    χαίρομαι ( — или χαίρω) πού σας βλέπω — я рад вас видеть;

    βλέπω τώρα πόσο σε αδίκησα — теперь я вижу, как обидел тебя;

    βλέπω τό μέλλον — видеть, представлять себе будущее;

    ήδη βλέπει γρήγορη τη νίκη — ему уже видится близкая победа;

    καθώς βλέπω — как я вижу;

    πώς το βλέπετε; — как вы на это смотрите?;

    δεν βλέπ την ανάγκη — не вижу в этом необходимости;

    δεν είδα άδσπρη μέρα στη ζωή μου ни одного хорошего дня не видел я в жизни;
    3) смотреть, осматривать (о враче); θα πάω να με ιδεί κι' ένας νευρολόγος пойду покажусь невропатологу;

    ποιός γιατρός τον βλέπει; — какой врач его лечит?;

    4) смотреть, при- сматривать (за кем-л.);

    βλέπω τό παιδί — смотреть за ребёнком;

    5) следить (за кем-чем-л.), беречь, заботиться (о ком-чёмлибо);

    βλέπε την υγεία σου — следи за своим здоровьем;

    βλέπе μην πέσεις! — смотри не упади!;

    6) смотреть на..., в...; выходить, быть обращённым к..., на... (об окнах и т. п.);
    7) добиваться, достигать, обретать;

    βλέπω όφελος — иметь пользу (от чего-л.);

    βλέπω προκοπή — достигать благополучия;

    § όπως βλέπετε — как видите;

    κάνω πώς δεν βλέπ — смотреть сквозь пальцы;

    να (1)δώ или θα (1)δω я посмотрю, я подумаю;

    πάρε τώρα αυτό και γιά τ' αλλα βλέπουμε — сначала возьми это, а там посмотрим;

    βλέποντας και κάνοντας дальше видно будет; поживём — увидим;

    καθώς σε βλέπω και με βλέπεις — это несомненно;

    δεν βλέπω την ώρα να... — жду не дождусь;

    είδα κι' απόειδα... все жданки переждал;
    κάπου σ' είδα, κάπου μ' είδες; ты что, своих не узнаёшь?; ακόμη δεν τον είδαμε, Γιάννη τον εβγάλαμε посл, делить шкуру неубитого медведя; οποίος δεν είδε κάστρο, είδε φούρνο και θαμάχτηκε погов, кто мало видел — удивляется всякой малости

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > βλέπω

  • 16 λόγος

    ο
    1) слово;

    δεν ακούς έναν καλό λόγο απ' αυτόν — доброго слова от него не услышишь;

    μην κάνεις λόγο σε κανένα — никому ни слова;

    2) речь, разговор;

    προφορικός (γραπτός) λόγος — устная (письменная) речь;

    τα όργανα τού λόγου — органы речи;

    τό χάρισμα τού λόγου — дар речи;

    περί τίνος γίνεται λόγ; — о чём идёт речь?;

    (ο) λόγος γίνεται — или γίνεται λόγος γιά... — речь идёт ο...;

    ούτε λόγος να γίνεται — об этом не может быть и речи;

    ο περί ού ο λόγος — или ο εν λόγω — тот, о ком идёт речь;

    κάμνω ( — или κάνω) λόγο — говорить, сказать;

    μου έκαμε λόγο γιά... — он сказал мне о...;

    ό, τι είχαμε το λόγο σου — как раз о тебе и шла речь;

    ένα λόγο λέμε και δεν ακουγόμαστε — мы же об одном и том же говорим;

    3) слово, речь, выступление;
    гробное) слово;

    πανηγυρικός λόγος — торжественное выступление;

    λόγος παραινετικός — наставление;

    η ελευθερία τού λόγου — свободг слова;

    βγάζω (εκφωνώ) λόγο — выступать, произносить речь;

    ζητώ το λόγο — просить слова;

    δίνω (λαμβάνω — или παίρνω) το λόγο — предоставлять (брать) слово;

    αφαιρώ το λόγο — лишать слова;

    έχω το λόγο — моя очередь выступать;

    4) слово, обещание;

    λόγον τιμής — честное слово;

    ο λόγος του είναι συμβόλαιο — или είναι άνθρωπος με λόγο ( — или έχει λόγο) — он — человек слова;

    σού δίνω τον λόγο μου — даю тебе слово;

    δίνω τον λόγο της τιμής μου — даю честное слово;

    στέκομαι στον λόγο μου — быть хозяином своего слова;

    κρατώ ( — или βαστώ, τηρώ, φυλάττω) τον λόγομού — держать своё слово;

    παραβαίνω ( — или αθετώ, πατώ) τον λόγο μου — нарушить, своё слово;

    παίρνω πίσω το λόγο μου — брать своё слово назад;

    5) изречение, пословица, поговорка;

    λέει ένας λόγος — или ο λόγος λέει... — пословица, поговорка гласит...;

    6) логика, (здравый) смысл;

    ορθός λόγος — здравый смысл;

    μετά λόγου — или κατά λόγον — логично; — согласно здравому смыслу, благоразумно;

    παρά λόγον — а) нелогично;

    вопреки здравому смыслу; б) вопреки ожиданиям:
    7) слухи;

    ακούστηκε ( — или βγήκε) ένας λόγος πώς — прошёл слух, что...;

    8) слово, мнение; совет, рекомендация; приказ;

    αυτός έχει το λόγο εδώ μέσα — здесь последнее слово за ним, здесь он командует, здесь он хозяин;

    ο λόγος του δεν πέφτει χάμω — с его словом считаются;

    δεν σού πέφτει λόγος — твоё слово тут последнее, тебя не спрашивают, лучше помолчи;

    δεν τον ακούει τον λόγο μου — он меня не слушает, он меня ни во что не ставит;

    ο λόγος μας ν' ακούγεται! — моё слово — закон;

    9) причина, основание; повод;

    δεν έχω κανένα λόγο δυσαρέσκειας εναντίον του — я ничего не имею против него;

    άνευ λόγου — без причины, неоправданно;

    δικαίω τω λόγω — оправданно;

    правильно;

    φυσικώ τω λόγω — естественно, конечно;

    γιά (διά) τον λόγο ότι — или επί τω λόγω ότι — или λόγω — или λόγω τού ότι — по причине, из-за, вследствие; — потому что;

    λόγω ασθενείας — из-за болезни;

    γιά ποιό λόγο; — по какой причине?;

    по какому поводу?;
    зачем?;

    γιά ποιό λόγο το έκαμες; — почему ты это сделал?, для чего ты Зто сделал?;

    δεν είναι ( — или υπάρχει) λόγος — не стоит, не за что;

    10) отчёт; ответственность;

    υπέχω λόγον — нести ответственность;

    δίδω λόγόντων πράξεων ( — или γιά τίς πράξεις) μου — отвечать за свои поступки;

    θα τού ζητήσω το λόγο — я с него спрошу;

    11) мат. отношение;

    λόγος δύο αριθμών — отношение двух чисел;

    § πεζός λόγος — проза;

    μεγάλος λόγος — громкие слова;

    κενοί λόγοι — пустые слова;

    άλλος λόγος — другое дело;

    άξιος λόγου — али λόγου άξιος — достойный упоминания; — значительный;

    примечательный;

    ανάξιος λόγου — недостойный упоминания;

    τα μέρη τού λόγου — грам, части речи;

    ο λόγος το φέρνει — кстати говоря;

    έρχομαι σε λόγους — ссориться, спорить;

    δεν θέλω λόγο πάνω σ' αυτό — больше не желаю говорить, слушать об этом;

    έδωσαν λόγο — а) они обручились;

    б) они договорились...;

    ποιός έχει να πεί λόγο γιά...; — кто станет спорить о...?;

    кто станет возражать против...?;

    περί ορέξεως ουδείς λόγος ο — вкусах не спорят;

    τί λόγ! — или είναι λόγος να γίνεται; — о чём речь?!, стоит ли говорить об этом?!;

    λόγος να γίνεται! — просто так, для разговора;

    πες κάνα λόγο και γιά μένα σ' αυτόν — замолви ему и обо мне словечко;

    από λόγο σε λόγο — слово за слово;

    εν ενί λόγω — или μ'ελόγνα λόγο — одним 'словом;

    κατά μείζονα λόγον — тем более;

    κατ' αντίστροφον λόγον — наоборот, в обратном смысле;

    κατά πρώτον λόγον — во-первых; — прежде всего;

    επ' ουδενί λόγω — или κατ' ούδένα λόγον — никоим образом, ни в коем случае;

    με άλλους λόγους — иными словами;

    ο λόγος είναι να... — речь идёт о том, чтобы...;

    του λόγου μου (σου, του, της, μας, σας, τους) — или λόγου μου (σου, του, της, μας, σας, τους) — я (ты, он, она, мы, вы, они);

    του λόγου σου μ' εγύρεψες; — ты меня искал?;

    έχω κάτι να σού πω γιά λόγου της — я хочу тебе кое-что сказать о ней;

    από λόγου μου — от самого себя;

    ένας λόγος είν' αυτό — легко сказать;

    ο λόγος το λέει — просто так, к слову пришлось;

    πού λέει ο λόγος — к примеру, к слову сказать;

    λόγου χάριν — например;

    λόγο! - — о! оратору слово!;

    ο λόγος σου με χόρτασε και το ψωμί σου φα' το! — с меня достаточно, я сыт по горло твоими речами;

    λόγος πού βγαίνει, ψεύτικος δεν είναι — погов, нет дыма без огня

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > λόγος

  • 17 за

    πρόθεση με αιτ. ή οργανική.
    1. πέρα(ν), έξω•

    жить за городом ζω έξω από την πόλη•

    пределами πέραν των ορίων, έξω από τα όρια•

    выйти за дверь βγαίνω έξω από την πόρτα•

    уехать за границу φεύγω για το εξωτερικό•

    за морем, за морями πέραν των θαλασσών.

    2. πίσω, όπισθεν, κοντά•

    запереть дверь за собой κλείνω πίσω μου την πόρτα•

    идите за мною ελάτε κοντά μου (ακολουθείστε)•

    он уехал вскорь -ним αυτός έφυγε αμέσως κοντά από ‘κείνον•

    -садом πίσω από τον κήπο•

    заложить руки за спинку βάζω τα χέρια πίσω•

    гоняться за почестями επιδιώκω τιμές•

    он пишет мне письмо за писмом μου γράφει γράμματα το ένα κοντά τ’ άλλο•

    спрятаться за ширмы κρύβομαι πίσω από το παραβάνι•

    он оставил его далеко за собой τον άφησε μακριά πίσω του•

    у него ни собой ни за женой δεν έχει τίποτε ούτε αυτός ούτε η γυναίκα του.

    3. για, διά•

    он наказан за свою вину αυτός τιμωρήθηκε για το σφάλμα του•

    вступиться за кого παίρνω το μέρος κάποιου•

    просить за кого παρακαλώ για κάποιον•

    работать за двоих δουλεύω για δυό•

    за кого вы меня принимаете για ποιόν με περνάτε•

    ручаться за кого εγγυώμαι για κάποιον•

    я купил это за десять рублей το αγόρασα για δέκα ρούβλια•

    благодарить -... ευχαριστώ για...• все за одного, один за всех όλοι για τον ένα, ο ένας για όλους" за наличные деньги σε μετρητά (τοις μετρητοίς)•

    платье это прелестно за то же оно и дорого το φόρεμα αυτό είναι θαυμάσιο, γι’ αυτό είναι και ακριβό•

    выдаёт за достоверное το παρουσιάζουν για έγκυρο•

    я бранил его за леность τον μάλωνα για την τεμπελιά του•

    за раз, за один раз για μια φορά•

    я зайду за вами в два часа θα σας επισκεφτώ στίς δυο η ώρα•

    послать за лекарством στέλλω για φάρμακο•

    ходить за детьми πηγαίνω για τα παιδιά•

    он смотрит за моим домом αυτός επιβλέπει το σπίτι μου.

    || (σημαίνει σκοπό)•

    за великое дело για μεγάλο έργο•

    бороться за первенство αγωνίζομαι για το πρωτάθλημα.

    4. αντί, για•

    око за όκο οφθαλμόν αντί οφθαλμού•

    зуб за зуб οδόντα αντί οδόντος.

    5. υπέρ•

    говорить за и против μιλώ υπέρ και κατά• (στην ψηφοφορία)•

    кто за? ποιος είναι υπέρ;•

    стоять за правду υπερασπίζω την αλήθεια (το δίκαιο)•

    за кем ή за чем дело стило για ποιόν ή για ποιο πράγμα πρόκειται.

    6. (για χρόνο) κατά, την ώρα•

    это случилось за обедом αυτό συνέβηκε την ώρα του φαγητού.

    7. από•

    взять за руку πιάνω από το χέρι•

    повесить за ноги κρεμώ από τα πόδια•

    водить за нос σέρνω από τη μύτη•

    бросить за окно ρίχνω από το παραθύρι•

    схватить кого за ворот πιάνω κάποιον από το γιακά•

    приниматься за работу αρχίζω (πιάνω) τη δουλειά•

    заткнуть что за пояс κρεμώ κάτι από τη ζώνη.

    8. στον, στην, στο•

    сесть за стол, за обед, за ужин κάθομαι (παίρνω θέση) στο τραπέζι, στο γεύμα, στο δείπνο•

    сидеть за столом, за обедом, за ужином κάθομαι (παραβρίσκομαι) στο τραπέζι, στο γεύμα στο δείπνο•

    он дает за дочерью миллион драхм αυτός δίνει (προίκα) στη θυγατέρα του ένα εκατομύριο δραχμές•

    за ваше здоровье στην υγεία σας.

    9. (σημαίνει απόσταση)•

    за версту от сюда ένα βέρατιο από εδώ.

    10. προς•

    нога за ногу, шаг за шагом βήμα προς βήμα.

    11. με•

    она вышла за военного αυτή παντρεύτηκε, (με) στατιωτικό.

    12. λόγω, για λόγους, για, ένεκα, εξ αιτίας• σαν, ως•

    за неспособностью λόγω ανικανότητας•

    за старостью лет σαν παρήλικος•

    награждать за службу βραβεύω για υπηρεσία•

    за недостаток времени λόγω έλλειψης χρόνου.

    13. εν, κατά•

    за отсуствием εν απουσία, απόντος.

    14. (για εργασία, ασχολία)•

    взяться за работу πιάνω τη δουλειά•

    взяться за перо πιάνω την πένα, αρχίζω να γράφω.

    15. μέσα, εντός, στον, στην, στο•

    держать, спрятать камень за пазухом κρατώ, κρύβω πέτρα στον κόρφο (έχω ύπουλο σκοπό).

    16. αντί, για, στη θέση•

    расписаться за брата υπογράφω για τον αδερφό.

    17. (διάφορες επί μέρους σημασίες)•

    за вами остается еще два рубля μένετε ακόμα χρέος δυο ρούβλια•

    запишите это за мною γράψετε το στο λογαριασμό μου (θα σας το χρωστώ εγώ)•

    за мой счет με δικά μου έξοδα•

    всеми расходами осталось еще сто рублей αφαιρουμένων όλων των εξόδων, έμειναν ακόμα εκατό ρούβλια•

    ему за сорок лет αυτός είναι πάνω από σαράντα χρόνια, πέρασε τα σαράντα•

    что за шум? τι θόρυβος είν’ αυτός•

    ото было время... αυτό έγινε τον καιρό...

    || (με την ιδιότητα)•

    за подписью министра με την υπογραφή του υπουργού•

    за то (αντιδιαστολή) γι’ αυτό.

    || σαν, ως, για•

    признать- благо ευδοκώ, συγκατανεύω.

    || (αντικείμενο επιδίωξης) •

    охотиться за куропатками κυνηγώ πέρδικες.

    || (άλλες σημασίες)•

    взяться за оружием παίρνω τα όπλα (επαναστατώ)•

    за исключением εξαιρέσει, εκτός•

    он за все сердится όλα του φταίνε•

    заработок за год οι ετήσιες αποδοχές•

    за неделю, за месяц σε μια βδομάδα, σ’ ένα μήνα•

    ни за что με κανένα τρόπο.

    Большой русско-греческий словарь > за

  • 18 лицо

    -а, πλθ. лица ουδ.
    1. πρόσωπο•

    черты -а τα χαρακτηριστικά του προσώπου•

    круглое лицо στρογγυλό πρόσωπο•

    угрюмое лицо σκυθρωπό πρόσωπο•

    раскрасневшееся лицо κατακόκκινο πρόσωπο•

    выражение -а έκφραση του προσώπου.

    2. μτφ. μορφή ατομική, ιδιότητα•

    профессиональное лицо работника η επαγγελματική μορφή του εργατούπαλλήλου.

    3. άτομο, άνθρωπος•

    соревнование между -ами άμιλλα μεταξύ ατόμων•

    историческое лицо ιστορικό πρόσωπο•

    официальное лицо επίσημο πρόσωπο.

    || φυσιογνωμία•

    романическое лицо ρωμαντική φυσιογνωμία.

    4. η όρθα (υφάσματος), η καλή μεριά ή όψη•

    гладить материю с -а σιδερώνω το ύφασμα από την όρθα.

    || πρόσοψη κτιρίου.
    5. (γραμμ.) το πρόσωπο•

    глагол в форме третьего -а ρήμα τρίτου προσώπου.

    εκφρ.
    в лицо (говорить, бранить) – κατά πρόσωπο (κατάμουτρα) λέγω, βρίζω•
    в - – στο πρόσωπο•
    от -а – εξ ονόματος, από μέρους•
    перед -ом – μπροστά, ενώπιον•
    - ом к – με το πρόσωπο (εστραμμένο) προς•
    - ом к -у – ο ένας απέναντι στον άλλον (αντίκρυ)•
    юридическое лицо – νομικό πρόσωπο (για ίδρυμα, οργάνωση κλπ.)• на одно лицо το ίδιο, πανομοιότυπο•
    - а (живого) нет – κατάχλωμος, σαν νεκρός•
    повернуться ή встать -ом к – κάνω (δίνω) το παν για τη λύση ενός ζητήματος•
    показать товар с -а – δείχνω το εμπόρευμα από την καλή όψη•
    - ом в грязь не ударить – βγαίνω καθαρός (χωρίς γάνες ή μουτζούρες)•
    знать в лицо кого – γνωρίζω κάποιον εξ όψεως ή από τη φυσιογνωμία•
    смотреть ή глядеть в лицо чему – αντιμετωπίζω τι θαρραλέα, άφοβα•
    к -у – ταιριάζει, πηγαίνει•
    не к -у – δεν ταιριάζει, δεν πηγαίνει•
    с каким -ом явиться ή показаться – με τί πρόσωπο (μούτρα) να βγω, να εμφανιστώ•
    не взирая на -а – αδιακρίτως προσώπων•
    в лицо опасности – μπροστά στον κίνδυνο•
    он показал своё настоящее лицо – αυτός έδειξε το πραγματικό του πρόσωπο•
    главное действующее лицо – ο πρωταγωνιστής•
    важное лицо – σοβαρό πρόσωπο•
    сделать кислое лицо – ξινίζομαΐι, μορφάζω.

    Большой русско-греческий словарь > лицо

  • 19 вплотную

    вплотную
    нареч
    1. (к кому-л., к чему-л.) πολύ πλησίον, πολύ κοντά, ἐγγύτατα, δίπλα, κολλητά:
    \вплотную друг к другу ὁ ἕνας κολλητά στον ἄλλο·
    2. перен разг στά σοβαρά, στά γεμάτα:
    подойти \вплотную к вопросу ἐξετάζω ἀπό κοντά τό ζήτημα.

    Русско-новогреческий словарь > вплотную

  • 20 жаться

    жаться
    несов
    1. στριμώχνομαι, μαζεύομαι, σφίγγομαι:
    \жаться Друг к другу σφιγγόμαστε ὁ ἔνας κοντά στόν ἄλλο· \жаться от холода μαζεύομαι (или ζαρώνω) ἀπό τό κρύο·
    2. (скупиться) разг τσιγγουνεύομαι.

    Русско-новогреческий словарь > жаться

См. также в других словарях:

  • ενάς — ἑνας, η (Α) 1. η αφηρημένη έννοια τού ενός, η μονάδα («δταν δέ τις έπιχειρή τίθεσθαι... και το καλόν ἕν καὶ το αγαθόν ἕν, περί τούτων τῶν ένάδων καὶ τῶν τοιούτων», Πλάτ.) 2. στον πληθ. ἑνάδες τάξη υπάρξεων, Πρόκλ.) …   Dictionary of Greek

  • ένας — (I) ἔνας και δωρ. τ. ἔνος (Α) την τρίτη ημέρα, μεθαύριο. (II) μία και μια, ένα και εις, μία, εν (AM εἷς, μία, ἕν, Μ και ἕνας, μία, ἕνα) 1. αριθμητικό που εκφράζει την έννοια τής μονάδας («εἷς βασιλεύς», Ομ.) 2. συχνά με έμφαση («πιστεύω εἰς ἕνα… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη …   Dictionary of Greek

  • πόντος — Επαρχία της Μικράς Ασίας, στο βόρειο τμήμα της Τουρκίας. Στα Β βρέχεται από τον Εύξεινο Πόντο, ενώ στα Α ορίζεται από την Κολχίδα, στα Δ από την Παφλαγονία και στα Ν από την Καππαδοκία. Ο Π. πήρε το όνομα αυτό και έγινε σημαντικός μόνο κατά τους… …   Dictionary of Greek

  • Νιγηρία — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει Β με τον Νίγηρα, ΒΑ με το Τσαντ, Α με το Καμερούν, Ν βρέχεται από τον κόλπο της Γουινέας και Δ συνορεύει με την Μπενίν.Tο έδαφος της Ν. αποτελείται από την ένωση, κατά την αποικιακή εποχή, των διαφόρων… …   Dictionary of Greek

  • Ιησούς Χριστός — Γιος του Θεού, που στάλθηκε στη Γη για να λυτρώσει τους ανθρώπους από το προπατορικό αμάρτημα και να τους δείξει τον δρόμο των ουρανών. Η πρώτη λέξη του ονόματος είναι εβραϊκή και σημαίνει «Ο Γιαχβέ είναι η σωτηρία»· η δεύτερη, ελληνική, σημαίνει …   Dictionary of Greek

  • καμπάνια — I Μακεδονικό βαθύπεδο στην περιοχή της Θεσσαλονίκης, μεταξύ των πόλεων της Βέροιας, της Νάουσας και της Έδεσσας, γνωστό και με την ονομασία πεδιάδα της Θεσσαλονίκης. Έχει μήκος 70 χλμ. και πλάτος 55 χλμ. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη προσχωσιγενή… …   Dictionary of Greek

  • λάπατο ή λάπαθο — Γένος δικοτυλήδονων, ποωδών φυτών της οικογένειας Polygonacea. Η επιστημονική του ονομασία είναι Rumex. Το γένος περιλαμβάνει 200 είδη μονοετή, διετή ή πολυετή, τα οποία απαντώνται κυρίως στο βόρειο ημισφαίριο. Η επιστημονική ονομασία του πιο… …   Dictionary of Greek

  • καμπανιά — I Μακεδονικό βαθύπεδο στην περιοχή της Θεσσαλονίκης, μεταξύ των πόλεων της Βέροιας, της Νάουσας και της Έδεσσας, γνωστό και με την ονομασία πεδιάδα της Θεσσαλονίκης. Έχει μήκος 70 χλμ. και πλάτος 55 χλμ. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη προσχωσιγενή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»